σπιθαμῆς

σπιθαμῆς
σπιθαμή
space one can embrace between the thumb and little finger
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπιθαμή — η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν 1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.) 2. (για χρόνο)… …   Dictionary of Greek

  • Kemalpaşa (İzmir) — Pour les articles homonymes, voir Kemalpaşa et Nymphaion. Kemalpaşa (tr) Nif, (grc) Νύμφαιον …   Wikipédia en Français

  • MAMBRINAE — tamquam ex monte Mambrae prope Hebronem, dicuntur Aegyptiis, quas alii capras Indicas. Libyes Adimain vocant; Orientales nempe captae, longis auribus, silvestres et montanae, quibus pro iumento utuntur tenuioris sortis homines. Has describit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αμφίδοχμος — ἀμφίδοχμος, ον (Α) (για λίθους) αυτός που έχει μέγεθος δοχμής (= σπιθαμής), που μπορεί να χωρέσει στη φούχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δοχμή ή δόχμη] …   Dictionary of Greek

  • ημισπιθαμιαίος — ἡμισπιθαμιαῑος, α, ον (Α) αυτός που έχει έκταση μισής σπιθαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπιθαμιαίος] …   Dictionary of Greek

  • σπιθαμιαίος — α, ο / σπιθαμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει το μήκος ή το ύψος μιας σπιθαμής νεοελλ. μτφ. ο υπερβολικά βραχύσωμος, ο πολύ κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπιθαμή + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δακτυλ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”